οστεωδυνία
(Ανακατεύθυνση από οστεοδυνία)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεωδυνία < οστεο- (< αρχαία ελληνική ὀστοῦν) + οδύνη (βλ. Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 743. Το ω (οστεωδυνία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεωδυνία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οστεωδυνικός
- → δείτε τις λέξεις οστό και οδύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεωδυνία
|