οστεομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστεομετρικός η οστεομετρική το οστεομετρικό
      γενική του οστεομετρικού της οστεομετρικής του οστεομετρικού
    αιτιατική τον οστεομετρικό την οστεομετρική το οστεομετρικό
     κλητική οστεομετρικέ οστεομετρική οστεομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστεομετρικοί οι οστεομετρικές τα οστεομετρικά
      γενική των οστεομετρικών των οστεομετρικών των οστεομετρικών
    αιτιατική τους οστεομετρικούς τις οστεομετρικές τα οστεομετρικά
     κλητική οστεομετρικοί οστεομετρικές οστεομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteometric < osteometry < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + μέτρον

Επίθετο[επεξεργασία]

οστεομετρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]