οστεοτρύπανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεοτρύπανο ουδέτερο
- (ιατρική) ειδικό τρυπάνι για χειρουργικές επεμβάσεις σε οστά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Trephine στην αγγλική Βικιπαίδεια