οστεόφυτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οστεόφυτο τα οστεόφυτα
      γενική του οστεόφυτου
οστεοφύτου
των οστεόφυτων
οστεοφύτων
    αιτιατική το οστεόφυτο τα οστεόφυτα
     κλητική οστεόφυτο οστεόφυτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεόφυτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteophyte < γαλλική ostéophyte < αρχαία ελληνική ὀστέον + φυτόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστεόφυτο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]