ουίσκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουίσκι τα ουίσκια
      γενική του ουισκιού των ουισκιών
    αιτιατική το ουίσκι τα ουίσκια
     κλητική ουίσκι ουίσκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουίσκι < αγγλική whisky

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /uˈi.sci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουίσκι ουδέτερο

  1. οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από καρπούς δημητριακών· έχει καστανό χρώμα και μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
  2. (συνεκδοχικά) ένα ποτήρι με αυτό το ποτό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ουσιαστικό αυτό άλλοτε παραμένει άκλιτο και άλλοτε κλίνεται κατά το τραγούδι
    μια εξάδα με ποτήρια του ουίσκι
    πήγαμε στο μπαρ και ήπιαμε δυο τρία ουίσκια ο καθένας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]