ουδετεροφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουδετεροφιλία < ουδετερόφιλος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουδετεροφιλία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ουδετερόφιλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουδετεροφιλία
|