ουζερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουζερί ουδέτερο άκλιτο
- κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά με μεζέ
- (κατ’ επέκταση) ταβέρνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ούζο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουζερί
|