ουζερί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουζερί < ούζ(ο) + -ερί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουζερί ουδέτερο άκλιτο

  1. κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά με μεζέ
    Είχε τη μοναδική ικανότητα να οσμίζεται τα καλύτερα κουτούκια, τα καλύτερα ουζερί. (*)
  2. (κατ’ επέκταση) ταβέρνα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη ούζο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]