ουνιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ουνιτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους ουνίτες ή την ουνία
- ↪ η ουνιτική εκκλησία της Αθήνας είναι μικρή, έχοντας μόνο τρείς ενορίες, με έξι χιλιάδες πιστούς