ουνιτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουνιτισμός οι ουνιτισμοί
      γενική του ουνιτισμού των ουνιτισμών
    αιτιατική τον ουνιτισμό τους ουνιτισμούς
     κλητική ουνιτισμέ ουνιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουνιτισμός < ουνίτ(ης) + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουνιτισμός αρσενικό

  • (χριστιανισμός) το δόγμα, η πρακτική της ουνίας
    άλλη γραφή: Ουνιτισμός
    Στις πρώην ανατολικές χώρες της Ευρώπης, ο ουνιτισμός έχει πολλούς προσήλυτους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]