οχαδερφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχαδερφικός η οχαδερφική το οχαδερφικό
      γενική του οχαδερφικού της οχαδερφικής του οχαδερφικού
    αιτιατική τον οχαδερφικό την οχαδερφική το οχαδερφικό
     κλητική οχαδερφικέ οχαδερφική οχαδερφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχαδερφικοί οι οχαδερφικές τα οχαδερφικά
      γενική των οχαδερφικών των οχαδερφικών των οχαδερφικών
    αιτιατική τους οχαδερφικούς τις οχαδερφικές τα οχαδερφικά
     κλητική οχαδερφικοί οχαδερφικές οχαδερφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οχαδερφικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οχαδερφικός


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]