οχτάωρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οχτάωρο, ουδέτερο του οχτάωρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οχτάωρο ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη  οκτάωρο