οχτρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οχτρός | οι | οχτροί |
γενική | του | οχτρού | των | οχτρών |
αιτιατική | τον | οχτρό | τους | οχτρούς |
κλητική | οχτρέ | οχτροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οχτρός < εχθρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οχτρός αρσενικό
- ο εχθρός
- Γιατί τα δώρα των οχτρών κακά κι ανώφελα είναι (Αίας, Σοφοκλή, σε απόδοση Κ.. Βάρναλη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οχτρός
→ δείτε τη λέξη εχθρός |