οψίπλουτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀψίπλουτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οψίπλουτος η οψίπλουτη το οψίπλουτο
      γενική του οψίπλουτου της οψίπλουτης του οψίπλουτου
    αιτιατική τον οψίπλουτο την οψίπλουτη το οψίπλουτο
     κλητική οψίπλουτε οψίπλουτη οψίπλουτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οψίπλουτοι οι οψίπλουτες τα οψίπλουτα
      γενική των οψίπλουτων των οψίπλουτων των οψίπλουτων
    αιτιατική τους οψίπλουτους τις οψίπλουτες τα οψίπλουτα
     κλητική οψίπλουτοι οψίπλουτες οψίπλουτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οψίπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀψίπλουτος. Συγχρονικά αναλύεται σε οψί- (επίρρημα αρχαία ελληνική ὀψέ) + -πλουτος (αρχαία ελληνική πλοῦτος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈpsi.plu.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ψί‐πλου‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

οψίπλουτος, -η, -ο

  • (αρχαιοπρεπές) νεόπλουτος
    ※  Ἅμα χαμηλόσουμε κατὰ ἕναν τόνο τὴν εἰσαγωγὴν αὐτὴ θὰ βρεθοῦμε στὴν καρδιὰ τῆς ἐντύπωσης ποὺ ἀφίνει τὸ διάβασμα τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληά.» Γλῶσσα πλούσια, μὲ πλοῦτο ἐπιδεικτικὸ καὶ λίγο φορτικό. Γλῶσσα περεχυμένη κοσμήματα σὰν κυρία ὀψίπλουτου μὲ γιορτερὴ περιβολή.
    (Δημήτριος Ζαχαριάδης, Κωστὴ Παλαμᾶ: ἡ φλογέρα τοῦ Βασιληᾶ, τεύχος 2 (1911) του περιοδικού «Γράμματα», σελ. 56)
    ※  Η πολύπαθη Σταδίου, σήμερα, «μεγαλοφέρουσα, αλαζών, οψίπλουτος, αλλά και προοδεύουσα, αμερικανίζουσα, αγωνιζομένη νικώσα» (εφμ. Ακρόπολις, 1898), θα αναπτυχθεί στο ρέμα του Βοϊδοπνίχτη που από τον Λυκαβηττό, μέσω της Βουκουρεστίου κατέβαινε στον μεγάλη οδό που ήταν για τους άντρες ό,τι ήταν η Ερμού για τις γυναίκες. (Ανθούλα Δανιήλ: Νάντια Γεωργακοπούλου, Επιστροφή στη Νέα Αθήνα Κτίρια, πρόσωπα και διαδρομές από τον 19ο αιώνα, Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2021 [1])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]