π.μ.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

π.μ. < από τα αρχικά των λέξεων της έκφρασης: προ μεσημβρίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική a.m. < λατινική ante meridiem

Συντομομορφή[επεξεργασία]

π.μ. άκλιτο συντομογραφία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

π.μ. < προσωικό μήνυμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pm / PM < Personal Message

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

π.μ. ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]