πάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάλλω < αρχαία ελληνική πάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂-

Ρήμα[επεξεργασία]

πάλλω (παθητική φωνή: πάλλομαι)

  1. δονώ ένα αντικειμενο ή δονούμαι εγώ, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
    πάλλει η καρδιά μου (και πάλλεται)

συγγενείς[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]