πάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάνα οι πάνες
      γενική της πάνας
    αιτιατική την πάνα τις πάνες
     κλητική πάνα πάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάνα < παν(ί) + μεγεθυντικό επίθημα
Πάνα μωρού.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.na/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]