πήξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πήξιμο | τα | πηξίματα |
γενική | του | πηξίματος | των | πηξιμάτων |
αιτιατική | το | πήξιμο | τα | πηξίματα |
κλητική | πήξιμο | πηξίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpi.ksi.mo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πήξιμο ουδέτερο
- η μετατροπή κάποιου υγρού ή ημίρρευστου σε στερεό
- (μεταφορικά) ανία, πλήξη
- (μεταφορικά) κούραση, εξουθένωση
- (μεταφορικά) υπερβολική ποσότητα από κάτι, πληρότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πήζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πήξιμο
|