παγάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένα παγάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγάκι τα παγάκια
      γενική
    αιτιατική το παγάκι τα παγάκια
     κλητική παγάκι παγάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγάκι < πάγ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγάκι ουδέτερο

  • μικρό κομμάτι πάγου, κατασκευάζεται συνήθως για χρήση σε ποτά και κρύα ροφήματα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]