παγούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγούρι τα παγούρια
      γενική του παγουριού των παγουριών
    αιτιατική το παγούρι τα παγούρια
     κλητική παγούρι παγούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλουμινένιο παγούρι (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγούρι < μεσαιωνική ελληνική παγούριν / παγούριον < αρχαία ελληνική πάγουρος (καβούρι, ίσως λόγω του σχήματος του δοχείου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγούρι ουδέτερο

  1. μικρής χωρητικότητας κλειστό δοχείο από σκληρό υλικό που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει νερό
  2. (σπάνιο) καβούρι ή άλλο είδος καρκινοειδούς
    άλλες μορφές: πάγουρας, πάγουρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]