παζάρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παζάρεμα < παζαρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [m]: [-vma] > [-ma][1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈza.ɾe.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παζάρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια του παζαρεύω, η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός πράγματος
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε διαπραγμάτευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παζάρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας