παιχνιδιάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιχνιδιάρικος < παιχνιδιάρης + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
παιχνιδιάρικος
- που γίνεται για παιχνίδι ή χαριεντισμό, με αστεία ή φιλική ή ερωτική διάθεση
- παιχνιδιάρικα υπονοούμενα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιχνιδιάρικος
|