πανοπλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανοπλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανοπλία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.noˈpli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νο‐πλί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : παν‐ο‐πλί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανοπλία θηλυκό
- (ιστορία, οπλισμός) τα προστατευτικά, συνήθως μεταλλικά, εξαρτήματα οπλισμού των πολεμιστών παλιών εποχών όπως οι κνημίδες, ο θώρακας, το κράνος
- (ειδικότερα) κυρίως το κάλυμμα του κορμού
- (μεταφορικά) οτιδήποτε παρέχει προστασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανοπλία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πανοπλίᾱ | αἱ | πανοπλίαι |
γενική | τῆς | πανοπλίᾱς | τῶν | πανοπλιῶν |
δοτική | τῇ | πανοπλίᾳ | ταῖς | πανοπλίαις |
αιτιατική | τὴν | πανοπλίᾱν | τὰς | πανοπλίᾱς |
κλητική ὦ! | πανοπλίᾱ | πανοπλίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανοπλίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πανοπλίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανοπλία < πάνοπλ(ος) + -ία[1] < → δείτε παν-, ὅπλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανοπλία θηλυκό
- (οπλισμός) ο πλήρης προστατευτικός εξοπλισμός ενός οπλίτη
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις πᾶς, πᾶν και ὅπλον
Πηγές[επεξεργασία]
- πανοπλία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανοπλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οπλισμός (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)