πανοπλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανοπλία οι πανοπλίες
      γενική της πανοπλίας των πανοπλιών
    αιτιατική την πανοπλία τις πανοπλίες
     κλητική πανοπλία πανοπλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανοπλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανοπλία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.noˈpli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νο‐πλί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: παν‐ο‐πλί‐α
εκτός από τις πανοπλίες των πολεμιστών υπήρχαν και πανοπλίες για τα άλογα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανοπλία θηλυκό

  1. (ιστορία, οπλισμός) τα προστατευτικά, συνήθως μεταλλικά, εξαρτήματα οπλισμού των πολεμιστών παλιών εποχών όπως οι κνημίδες, ο θώρακας, το κράνος
     συνώνυμα: αρματωσιά (δημοτική)
  2. (ειδικότερα) κυρίως το κάλυμμα του κορμού
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε παρέχει προστασία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πανοπλί αἱ πανοπλίαι
      γενική τῆς πανοπλίᾱς τῶν πανοπλιῶν
      δοτική τῇ πανοπλί ταῖς πανοπλίαις
    αιτιατική τὴν πανοπλίᾱν τὰς πανοπλίᾱς
     κλητική ! πανοπλί πανοπλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανοπλί
γεν-δοτ τοῖν  πανοπλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανοπλία < πάνοπλ(ος) + -ία[1] < → δείτε  παν-, ὅπλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανοπλία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πᾶς, πᾶν και ὅπλον

Πηγές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.