παντοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντοπώλης οι παντοπώλες
      γενική του παντοπώλη των παντοπωλών
    αιτιατική τον παντοπώλη τους παντοπώλες
     κλητική παντοπώλη παντοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντοπώλης < παντο- (πας) + -πώλης (< πωλώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pan.doˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ντο‐πώ‐λης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντοπώλης αρσενικό (θηλυκό παντοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης καταστήματος που πουλάει τρόφιμα και μικροπράγματα για το σπίτι
    ※  Ὁ οἰνοπώλης, ὁ παντοπώλης, ὁ ἀρτοποιός, ὁ δημοδιδάσκαλος ἐβάδιζον παραπλεύρως αὐτοῦ δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν, ὁ δὲ Δυκᾶς καὶ ὁ Φουρνερὲλ παρεχώρουν τὰ πρωτεῖα εἰς τοὺς σημαίνοντας ἐκλογεῖς, οἵτινες ἐνῷ ἐπορεύοντο εἰς τὸ σκοπευτήριον, ἀπηύθυνον ἐν τῷ μεταξύ πρὸς τὸν ὑποψήφιον προφορικάς τινας αἰτήσεις, σπείροντες ἤδη εἰς τὴν μνήμην τοῦ μέλλοντος βουλευτοῦ τὸν σπόρον τῶν ἀπαιτήσεων. (Ζυλ Κλαρετί (μτφ. Χ.Α.), Ο υποψήφιος στο περιοδικό Εστία, τόμ. 26, τχ. 658, 7 Αυγούστου 1888)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]