παράδειγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράδειγμα τα παραδείγματα
      γενική του παραδείγματος των παραδειγμάτων
    αιτιατική το παράδειγμα τα παραδείγματα
     κλητική παράδειγμα παραδείγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράδειγμα < αρχαία ελληνική παράδειγμα < παραδείκνυμι > παρά- + δείκνυμι (δεῖγμα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾa.ðiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐δει‐γμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παράδειγμα ουδέτερο

  1. υπόδειγμα, πρότυπο για μίμηση ή αποφυγή
  2. δείγμα, τμήμα ενός συνόλου με κοινά χαρακτηριστικά
  3. χαρακτηριστική περίπτωση
  4. απόδειξη, γεγονός ή επιχείρημα που χρησιμεύει ως απόδειξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παράδειγμᾰ τὰ παραδείγμᾰτ
      γενική τοῦ παραδείγμᾰτος τῶν παραδειγμᾰ́των
      δοτική τῷ παραδείγμᾰτ τοῖς παραδείγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ παράδειγμᾰ τὰ παραδείγμᾰτ
     κλητική ! παράδειγμᾰ παραδείγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδείγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  παραδειγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράδειγμα < παραδείκνυμι > παρά- + δείκνυμι (δεῖγμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παράδειγμα ουδέτερο

  1. πρότυπο
  2. παράδειγμα, προηγούμενο
  3. δείγμα
  4. μάθημα, προειδοποίηση
  5. επιχείρημα (που προκύπτει από παράδειγμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις παραδείκνυμι, παρά και δείκνυμι

Πηγές[επεξεργασία]