παράλυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράλυτος < ελληνιστική κοινή παράλυτος < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά + λύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐λυ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
παράλυτος, -η, -ο
- που έχει παραλύσει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράλυτος αρσενικό (θηλυκό παράλυτη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)