παραβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραβολή < αρχαία ελληνική παραβάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραβολή θηλυκό
- η σύγκριση δύο αντικειμένων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο με σκοπό τη διαπίστωση ομοιοτήτων ή διαφορών
- η αλληγορική διήγηση πραγματικού ή φανταστικού γεγονότος που έχει σαν σκοπό να οδηγήσει σε ηθικά διδάγματα, χρήση τέτοιας μορφής διηγήσεων έκαναν ο Αίσωπος, αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι καθώς και ο Χριστός.
- (γεωμετρία) είδος ανοιχτής καμπύλης
- (ναυτικός όρος) πλαγιοδέτηση πλοίου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληγορική διήγηση