παστεριωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
παστεριωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παστεριώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παστεριωμένος
|