πατινάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ζευγάρι συμμετέχει σε αγώνες πατινάζ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατινάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική patinage[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατινάζ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]