πεζικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το πεζικό
      γενική του πεζικού
    αιτιατική το πεζικό
     κλητική πεζικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνδρες του ελληνικού πεζικού παρελαύνουν (1915)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεζικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεζικός < αρχαία ελληνική πεζικός < πεζός < πούς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ziˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεζικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πεζικό