πεθερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεθερός οι πεθεροί
      γενική του πεθερού των πεθερών
    αιτιατική τον πεθερό τους πεθερούς
     κλητική πεθερέ πεθεροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεθερός < αρχαία ελληνική πενθερός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.θeˈɾos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεθερός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]