περί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περι-

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περῐ́

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈɾi/

Πρόθεση[επεξεργασία]

περί

  • (για αριθμό) κοντά σε, περίπου
    Ήμασταν περί τα 200 άτομα στη συγκέντρωση.
  • σχετικά με κάτι ή κάποιον
    Δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περῐ́

Πρόθεση[επεξεργασία]

περί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περί < λείπει η ετυμολογία

Πρόθεση[επεξεργασία]

περί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]