περιλαμβάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.laɱˈva.no/
Ρήμα[επεξεργασία]
περιλαμβάνω
- περικλείω, περιέχω κάτι
- το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει παλιές και νέες επιτυχίες
- έχω μέλη, αποτελούμαι από κάτι
- η ερευνητική ομάδα περιλαμβάνει ικανούς και έμπειρους επιστήμονες
- (ειδικότερα, για κείμενο) έχω ως περιεχόμενο
- το άρθρο του περιλάμβανε όλα τα τελευταία γεγονότα
- ενσωματώνω κάποιον ή κάτι σε ένα σύνολο, συνυπολογίζω
- την τελευταία στιγμή θυμηθήκαμε να περιλάβομε και τους Τάδε στη λίστα των καλεσμένων