περιφρονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιφρονώ < αρχαία ελληνική περιφρονέω / περιφρονῶ < περί + φρονέω / φρονῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

περιφρονώ

  1. αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που αποδοκιμάζω ηθικά
  2. αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που θεωρώ κατώτερό μου· αγνοώ, σνομπάρω
  3. δείχνω περιφρόνηση για όρους, νόμους, ρυθμίσεις, συμφωνίες· αγνοώ· αψηφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Απαντά και λαϊκός τύπος προστακτικής ενεστώτα: περιφρόνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]