πηλοβατίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηλοβατίς αἱ πηλοβατίδες
      γενική τῆς πηλοβατίδος τῶν πηλοβατίδων
      δοτική τῇ πηλοβατίδ ταῖς πηλοβατίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πηλοβατίδ τὰς πηλοβατίδᾰς
     κλητική ! πηλοβατίς* πηλοβατίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηλοβατίδε
γεν-δοτ τοῖν  πηλοβατίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
Συνήθως στον πληθυντικό, πηλοβατίδες στη μορφή πηλοπατίδες.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλοβατίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηλοβατίς θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]