πηλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλός οι πηλοί τα πηλά
      γενική του πηλού των πηλών των πηλών
    αιτιατική τον πηλό τους πηλούς τα πηλά
     κλητική πηλέ πηλοί πηλά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πηλός
Δοχεία από πηλό.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πη‐λός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηλός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηλός οἱ πηλοί
      γενική τοῦ πηλοῦ τῶν πηλῶν
      δοτική τῷ πηλ τοῖς πηλοῖς
    αιτιατική τὸν πηλόν τοὺς πηλούς
     κλητική ! πηλέ πηλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηλώ
γεν-δοτ τοῖν  πηλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηλός αρσενικό

  1. πηλός, όπως του αγγειοπλάστη
  2. (συνεκδοχικά) λάσπη, βούρκος
  3. (μεταφορικά) θολό κρασί

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
πηλ- 

Δε σχετίζεται η πήληξ. Πιθανόν, σχετίζεται το Πηλούσιον.

  • (Χρειάζεται διευκρίνιση το Πήλιον)

Πηγές[επεξεργασία]