πηλώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πηλώδης | η | πηλώδης | το | πηλώδες |
γενική | του | πηλώδους | της | πηλώδους | του | πηλώδους |
αιτιατική | τον | πηλώδη | την | πηλώδη | το | πηλώδες |
κλητική | πηλώδη(ς) | πηλώδης | πηλώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πηλώδεις | οι | πηλώδεις | τα | πηλώδη |
γενική | των | πηλωδών | των | πηλωδών | των | πηλωδών |
αιτιατική | τους | πηλώδεις | τις | πηλώδεις | τα | πηλώδη |
κλητική | πηλώδεις | πηλώδεις | πηλώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηλώδης < αρχαία ελληνική πηλώδης < πηλός
Επίθετο[επεξεργασία]
πηλώδης, -ης, -ες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πηλός