πηροδακτυλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηροδακτυλία < πηροδάκτυλος + -ία < αρχαία ελληνική πηρός + δάκτυλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηροδακτυλία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηροδακτυλία
|