πιάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιάτο τα πιάτα
      γενική του πιάτου των πιάτων
    αιτιατική το πιάτο τα πιάτα
     κλητική πιάτο πιάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πιάτο με γλυκά.
Διακοσμητικό πιάτο.
Δορυφορικό πιάτο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piatto < λατινική platus < αρχαία ελληνική πλατύς (αντιδάνειο) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpça.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιά‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιάτο ουδέτερο

  1. (κουζινικά) σκεύος στο οποίο σερβίρουμε φαγητό, γλυκό ή φρούτα
    βαθύ πιάτο, ρηχό πιάτο, σερβίτσιο πιάτων
    → δείτε και τη λέξη πινάκιο [2]
  2. (κατ’ επέκταση) η ποσότητα τροφής που χωράει σε αυτό
    Έφαγε δύο πιάτα μακαρόνια.
  3. (συνεκδοχικά) το κάθε φαγητό που σερβίρεται στο τραπέζι
    πρώτο / δεύτερο / τρίτο πιάτο
    Δημιουργήσαμε καινούριο πιάτο για χορτοφάγους.
  4. (μεταφορικά) αντικείμενο που μοιάζει ή θυμίζει πιάτο
    1. κεραία δορυφορικής λήψης
    2. (μουσικό όργανο) (κυρίως στον πληθυντικό: πιάτα) πιατίνι ή κύμβαλο
    3. τάσι αυτοκινήτου

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

πιάτα και πιατικά: δείτε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πιάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013., σελ. 456