πικρόγλυκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικρόγλυκος η πικρόγλυκη το πικρόγλυκο
      γενική του πικρόγλυκου της πικρόγλυκης του πικρόγλυκου
    αιτιατική τον πικρόγλυκο την πικρόγλυκη το πικρόγλυκο
     κλητική πικρόγλυκε πικρόγλυκη πικρόγλυκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικρόγλυκοι οι πικρόγλυκες τα πικρόγλυκα
      γενική των πικρόγλυκων των πικρόγλυκων των πικρόγλυκων
    αιτιατική τους πικρόγλυκους τις πικρόγλυκες τα πικρόγλυκα
     κλητική πικρόγλυκοι πικρόγλυκες πικρόγλυκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικρόγλυκος < πικρό- + γλυκός. → δείτε και το μεσαιωνικό πικρόγλυκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈkɾo.ɣli.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κρό‐γλυ‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

πικρόγλυκος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικρόγλυκος < πικρό- + γλυκός

Επίθετο[επεξεργασία]

πικρόγλυκος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]