πιτσιρίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτσιρίκα οι πιτσιρίκες
      γενική της πιτσιρίκας
    αιτιατική την πιτσιρίκα τις πιτσιρίκες
     κλητική πιτσιρίκα πιτσιρίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιτσιρίκα < πιτσιρίκος + < ιταλική piccirillo[1] < ναπολιτάνικη piccerillo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιτσιρίκα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πιτσιρίκοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)