πλάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάτος τα πλάτη
      γενική του πλάτους των πλατών
    αιτιατική το πλάτος τα πλάτη
     κλητική πλάτος πλάτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάτος < πλατύς
για τους επιστημονικούς όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική amplitude [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλάτος ουδέτερο

  1. (διάσταση)
    1. (για τρεις διαστάσεις) το φάρδος στερεού σώματος
      οι τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος είναι: το μήκος, το πλάτος και το ύψος
    2. (για διασδιάστατες επιφάνειες) η μικρότερη από τις δύο διαστάσεις
    3. (γεωγραφία) → δείτε τον όρο γεωγραφικό πλάτος
    4. (φυσική) η μέγιστη τιμή ταλάντωσης από τη θέση ισορροπίας [2]
  2. (μεταφορικά)
    1. η έκταση των θεμάτων στο περιεχόμενο μιας έννοιας, σε αντίθεση με το βάθος
    2. η ευρύτητα γνώσεων, απόψεων

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πλάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Αντωνίου, Νικόλαος, et al. (χ.χ.) Φυσική Γ΄Γυμνασίου, 4. Ταλαντώσεις