πλεξούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλεξούδα < πλέξις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλεξούδα θηλυκό και πλεξίδα
- νήματα, συνήθως τρία, που έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
- παρόμοιο χτένισμα όπου τα μαλλιά χωρίζονται στα τρία και πλέκονται μεταξύ τους
- ομάδα ομοειδών αντικειμένων που με κάποιο τρόπο έχουν πλεχτεί μεταξύ τους
- μια πλεξούδα σκόρδα
- είδος ζυμαρικού που μοιάζει με πλεξούδα