πλύση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλύση οι πλύσεις
      γενική της πλύσης* των πλύσεων
    αιτιατική την πλύση τις πλύσεις
     κλητική πλύση πλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλύση < αρχαία ελληνική πλύσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλύση θηλυκό

  1. το πλύσιμο των ρούχων κ.λπ.
  2. ιατρική πράξη για καθαρισμό οργάνων του σώματος
    πλύση στομάχου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]