ποδηλάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδηλάτης οι ποδηλάτες
      γενική του ποδηλάτη των ποδηλατών
    αιτιατική τον ποδηλάτη τους ποδηλάτες
     κλητική ποδηλάτη ποδηλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μικρός ποδηλάτης στα χιόνια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πούς, θέμα ποδ-, + -ηλάτης[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδηλάτης αρσενικό (θηλυκό ποδηλάτισσα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]