πολυπλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυπλέκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυπλέκτης αρσενικό
- κύκλωμα που επιλέγει ανάμεσα από πολλές ψηφιακές ή αναλογικές εισόδους, και τις προωθεί σε μία έξοδο.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυπλέκτης