προστιθέμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστιθέμενος < αρχαία ελληνική προστιθέμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προστίθεμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
προστιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που προστίθεται σε κάτι, που υπάρχει επιπλέον
- ↪το νέο σύστημα πρόσφυσης δίνει στους οδηγούς μια προστιθέμενη αίσθηση ασφάλειας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προστίθεμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)