πρωτόκολλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτόκολλο τα πρωτόκολλα
      γενική του πρωτόκολλου
πρωτοκόλλου
των πρωτόκολλων
πρωτοκόλλων
    αιτιατική το πρωτόκολλο τα πρωτόκολλα
     κλητική πρωτόκολλο πρωτόκολλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτόκολλο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτόκολλον, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική protocole (< μέση γαλλική < μεσαιωνική λατινική protocollum < υστερολατινική < μεσαιωνική ελληνική πρωτόκολλον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈto.ko.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τό‐κολ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτόκολλο ουδέτερο

  1. βιβλίο στο οποίο καταγράφονται ημερολογιακά και με αύξοντα αριθμό όλα τα εισερχόμενα-εξερχόμενα
  2. (συνεκδοχικά) η υπηρεσία που τηρεί το αντίστοιχο πρωτόκολλο
    Πέρασε από το πρωτόκολλο να πάρεις αριθμό.
  3. έντυπο στο οποίο καταγράφονται λεπτομερώς όλες οι πράξεις που γίνονται κατά τη διαδικασία παράδοσης και παραλαβής ή άλλων ενεργειών
    Στο πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής φαίνεται ότι υπήρχαν μόνο 4 καρέκλες.
    Τι είναι, πότε συντάσσεται και πότε γίνεται οριστικό το πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής;
  4. σύνολο κανόνων που πρέπει να ακολουθούνται
    Κατά τη διάρκεια ερευνών πρέπει να ακολουθείται επιστημονικό πρωτόκολλο βασισμένο στις οδηγίες έγκριτων οργανισμών υγείας.
  5. (στην πολιτική/διπλωματία)
    1. έντυπο όπου αναφέρεται όλο το εθιμοτυπικό για κρατικούς αξιωματούχους.
      Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας παρίσταται μόνον στην εξόδιο ακολουθία.
    2. έντυπο που αναφέρει όλο το εθιμοτυπικό για την εκτέλεση διπλωματικών πράξεων μεταξύ κρατών
    3. έντυπο που αναφέρει επί μέρους λεπτομέρειες σχετικά με συνθήκη που υπογράφτηκε
      Στις 11 Δεκεμβρίου 1997, στη πόλη Κιότο της Ιαπωνίας, συνήφθη το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Κιότο που ορίζει δεσμευτικές οριακές τιμές εκπομπών αερίων...
  6. (παλαιογραφία) σημείωση που βρισκόταν σε κυλινδρικούς παπύρους, κολλημένη στην αρχή του κειμένου, και περιείχε εξήγηση ή περίληψη του περιεχομένου
  7. (παλαιογραφία) το πρώτο τεμάχιο ή τμήμα ειληταρίου
  8. (πληροφορική) σύνολο κοινά αποδεκτών κανόνων που περιγράφουν τον τρόπο μετάδοσης ή ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ διαφορετικού τύπου υπολογιστών, ειδικά σε ένα δίκτυο
    Το IP είναι ένα ασύγχρονο πρωτόκολλο επικοινωνίας για δίκτυα.
    ※  Ένα πρωτόκολλο είναι ένα σύνολο κανόνων και προδιαγραφών, που περιγράφουν πώς θα γίνει μια συγκεκριμένη λειτουργία, έτσι ώστε οι συσκευές που εφαρμόζουν (ή αλλιώς τρέχουν) το ίδιο πρωτόκολλο να είναι συμβατές μεταξύ τους.[2]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πρώτος και κόλλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]