ράψιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράψιμο τα ραψίματα
      γενική του ραψίματος των ραψιμάτων
    αιτιατική το ράψιμο τα ραψίματα
     κλητική ράψιμο ραψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ράψιμο < ράβω + -ιμο
ράψιμο με το χέρι
ράψιμο με ραπτομηχανή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ράψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ράβω
  2. το ορατό αποτέλεσμα του ράβω· αυτό που βλέπουμε στο σημείο που έχει ραφτεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]