ρήγας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ρήγας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρήγας οι ρηγάδες
      γενική του ρήγα των ρηγάδων
    αιτιατική τον ρήγα τους ρηγάδες
     κλητική ρήγα ρηγάδες
Συγκρίνετε με την κλίση του κύριου ονόματος Ρήγας.
Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο ρήγας πίκα ή μπαστούνι.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρήγας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρήγας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾi.ɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρή‐γας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρήγας αρσενικό

  1. (θηλυκό: ρήγισσα και ρήγαινα, λαϊκότροπο ή ιδιωματικό ή στη γλώσσα των παραμυθιών) ο βασιλιάς, ο ανώτατος άρχοντας
    ※  νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ' αγγόνι (παραδοσιακό νανούρισμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
     συνώνυμα: αυτοκράτορας, μονάρχης
  2. (χαρτοπαίγνιο θηλυκό: ντάμα) ένα από τα τραπουλόχαρτα, το οποίο φέρει την εικόνα ενός βασιλιά
    ρήγας σπαθί
     συνώνυμα: παπάς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

συμπληρώνουμε μετάφραση, μόνο αν υπάρχει ιδιαίτερη λαϊκότροπη λέξη για τη σημασία βασιλιάς

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρήγας < ρήξ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ῥήξ από την αιτιατική ενικού «τὸν ῥῆγα » [1] < λατινική rex, γενική regis (τίτλος του βασιλιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρήγας αρσενικό (τύποι θηλυκού: → δείτε στο ρήγαινα)

  • μορφή του ρήξ πιθανόν μετά τον 12ο αιώνα
    άλλες μορφές: ρήας (και μεσαιωνικά κυπριακά)
    για τη γραφές με δασυνόμενο ῥ,όπως σε μερικά λεξικά: χρειάζεται κείμενο ή κώδικας μ' αυτή τη γραφή

Κλιτικοί τύπο[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]