ρίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ρίνα των Καναρίων νήσων
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρίνα οι ρίνες
      γενική της ρίνας των ρινών
    αιτιατική τη ρίνα τις ρίνες
     κλητική ρίνα ρίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρίνα < αρχαία ελληνική ῥίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρίνα θηλυκό

  1. είδος ψαριού, που ανήκει στα καρχαριοειδή (οικογένεια Squatinidae)και λέγεται αλλιώς άγγελος της θάλασσας.
  2. η μύτη.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ρίνα

  1. αιτιατική ενικού του ρις